Έμβλημα Πολυτεχνείου Κρήτης
Το Πολυτεχνείο Κρήτης στο Facebook  Το Πολυτεχνείο Κρήτης στο Instagram  Το Πολυτεχνείο Κρήτης στο Twitter  Το Πολυτεχνείο Κρήτης στο YouTube   Το Πολυτεχνείο Κρήτης στο Linkedin

Νέα / Ανακοινώσεις / Συζητήσεις

Παρουσίαση Διπλωματικής Εργασίας κου Σπανάκη Ιωάννη - Σχολή ΜΗΧΟΠ

  • Συντάχθηκε 30-03-2015 12:48 από Styliani Raka Πληροφορίες σύνταξης

    Email συντάκτη: sraka<στο>tuc.gr

    Ενημερώθηκε: -

    Κύρια: ΕΤΕΠ ΜΗΧΟΠ. Άλλες ιδιότητες: απόφοιτος προπτυχιακός ΜΗΧΟΠ, απόφοιτος ΜΔΕ/Διδ. ΜΗΧΟΠ
    ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ
    Σχολή Μηχανικών Ορυκτών Πόρων

    ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

    Εξεταζόμενος φοιτητής: Σπανάκης Ιωάννης

    Θέμα Διπλωματικής Εργασίας: «Μελέτη των ιστορικών μεταλλευτικών δραστηριοτήτων στη Δυτική Κρήτη»

    Ημέρα παρουσίασης: Πέμπτη 2 Απριλίου 2015
    Ώρα παρουσίασης: 10.00
    Τόπος παρουσίασης: Αίθουσα Συνεδριάσεων ΜΗΧΟΠ

    Τριμελής Εξεταστική Επιτροπή:
    Καθ. Μανούτσογλου Εμμανουήλ (επιβλέπων)
    Επ.Καθ. Αλεβίζος Γεώργιος
    Επ.Καθ. Παρτσινέβελος Παναγιώτης

    Περίληψη
    Υπάρχει μια στενή σχέση μεταξύ της Κρήτης και των αρχέγονων ριζών της μεταλλείας και μεταλλουργίας, αφού οι Σελχίνες, οι Ιδαίοι Δακτύλιοι, οι Κουρήτες και οι Κάβειροι αντιπροσωπεύουν τις προϊστορικές κοινότητες των μεταλλουργών του Αιγαίου. Οι Σελχίνες, που και αυτοί κατάγονταν από την Κρήτη, εμφανίζονται στη μυθολογία οι πρώτοι που επεξεργάστηκαν τον σίδηρο και τον χαλκό και κατασκεύασαν τα πρώτα αγάλματα των θεών, το δρεπάνι του Κρόνου, με το οποίο ευνούχισε τον πατέρα του, τον Ουρανό και την τρίαινα του Ποσειδώνα. Η επόμενη ομάδα δαιμόνων, οι Κουρήτες ή Κορύβαντες, που θεωρούνται εφευρέτες της οπλοποιίας, ήταν θεότητες που φύλαγαν τον νεογέννητο Δία από τον πατέρα του, τον Κρόνο, σε μια σπηλιά στο όρος Ίδη της Κρήτης και για να μην ακούσει ο Κρόνος τα κλάματα του βρέφους, χόρευαν ένοπλοι χτυπώντας τις ασπίδες με τα ξίφη τους.
    Περνώντας από τους μύθους στην ιστορία, οι πρώτες ενδείξεις μεταλλευτικής δραστηριότητας στην Δυτική Κρήτη, σύμφωνα με στοιχεία που προέρχονται από αρχαιολογικές ανασκαφές είναι: κατά την Μινωική περίοδο, στο Ακρωτήριο της Γραμβούσας, το μεταλλείο χαλκού στη Μαλάξα και κατά την Οθωμανική περίοδο το χρυσορυχείο της Εξώπολης και το μεταλλείο αργύρου της Αργυρούπολης. Στην συνέχεια και για πέντε αιώνες δεν υπάρχουν στοιχεία ή αναφορές για μεταλλευτική δραστηριότητα στην Δυτική Κρήτη. Οι συνεχείς εναλλαγές κατακτητών και ο αγώνας για επιβίωση δεν επέτρεπε την δημιουργία τέτοιου είδους δραστηριοτήτων. Υπήρχε έλλειψη γνώσης όσον αφορά την αναγνώριση και εντοπισμό πιθανής μεταλλοφορίας και κατ’ επέκταση της εξόρυξης και επεξεργασίας ορυκτών πρώτων υλών, με εξαίρεση του πηλού και τμημάτων πετρωμάτων που χρησιμοποιήθηκαν είτε ως αδρανή και δομικά υλικά σε οικήματα είτε στις οριοθετήσεις αγροτικών εκτάσεων.
    Σύμφωνα με μαρτυρίες η επόμενη περίοδος μεταλλευτικής δραστηριότητας στην Δυτική Κρήτη ξεκίνησε το 1905 όταν ένας μετανάστης, ο οποίος εργάζονταν χρόνια σε μεταλλεία της Αμερικής, επέστρεψε στα Χανιά και σε ένα τυχαίο περίπατό του στο ακρωτήρι Ροδοπού αναγνώρισε σκουριές που προερχόταν από σιδηρομετάλλευμα, οπότε και ξεκίνησε τη δημιουργία δικού του μεταλλείου, το οποίο όμως υπέστη καταστροφές και δεν μπόρεσε να επαναλειτουργήσει. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησε μια έντονη μεταλλευτική δραστηριότητα. Με την τεχνογνωσία που κατείχαν οι Γερμανοί μπόρεσαν αφενός να οριοθετήσουν μεταλλοφόρες περιοχές και αφετέρου να εξορύξουν μετάλλευμα αλλά και γαιάνθρακες τα οποία είτε χρησιμοποιούσαν για ίδιες ανάγκες, είτε εξήγαγαν από την σκάλα φόρτωσης, υπολείμματα της οποίας βρίσκονται ακόμα στην περιοχή Ραβδούχα του νομού.
    Μετά την απελευθέρωση της χώρας, αρκετοί ντόπιοι επίδοξοι επιχειρηματίες εμπνευσμένοι από τη δραστηριότητα αυτή θέλησαν είτε να συνεχίσουν τις υπάρχουσες εκμεταλλεύσεις είτε να ξεκινήσουν νέες σε άλλες περιοχές με ενδείξεις μεταλλοφορίας, δοκιμάζοντας την τύχη τους σε ένα δύσκολο τομέα, με υψηλό δείκτη ρίσκου λόγω της έλλειψης τεχνογνωσίας σε τοπικό επίπεδο. Στην νομαρχία Χανίων υπάρχει αρχείο με τις 92 αιτήσεις για μεταλλευτικές έρευνες, σε διάφορες περιοχές του νομού Χανιών, που υποβλήθηκαν μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο (1944) και μέχρι την ιστορικά χρονική περίοδο του 1970. Η επεξεργασία του αρχείου αυτού αποτελεί και τον κύριο στόχο της εργασίας αυτής.
    Πιο συγκεκριμένα τα στοιχεία του αρχείου εισήχθησαν σε τράπεζα πληροφοριών χρησιμοποιώντας το λογισμικό ArcGIS 10,1. Πραγματοποιήθηκε καταγραφή της ημερομηνίας αίτησης της άδειας παραχώρησης ή εκμετάλλευσης, τα ονόματα των αιτούντων (τα οποία για λόγους προστασίας εισήχθησαν στην τράπεζα πληροφοριών μόνο με το αρχικό του επωνύμου), την θέση ή/και περιοχή εκμετάλλευσης, ενώ τέλος, όπου υπήρχαν, παρουσιάζονται στοιχεία όπως: αν εγκρίθηκε ή απορρίφθηκε η αίτηση, το χρονικό διάστημα εκμετάλλευσης κτλ.. Για λόγους εποπτείας για τις θέσεις εκμετάλλευσης χρησιμοποιήθηκαν οι ονομασίες των πλησιέστερων οικισμών ή χωριών καθώς στην οριοθέτηση των χώρων εκμετάλλευσης στο αρχείο αναφέρονται τοπωνύμια. Τέλος τα παραπάνω στοιχεία προβλήθηκαν σε γεω-αναφερμένο απόσπασμα του γεωλογικού χάρτη του Ι.Γ.Μ.Ε. φύλλο Κρήτη, κλίμακας 1:200.000 (Creutzburg et al, 1977). Η προβολή αυτών των θέσεων πραγματοποιήθηκε με δύο τρόπους: α) με σημεία, όπου η περιγραφή της θέσης στο αρχείο γινόταν από ένα ή μέγιστο δύο σημεία/τοπωνύμια και β) με τρίγωνα ή πολύγωνα, όπου η περιγραφή των περιοχών γινόταν με παραπάνω από δύο σημεία/τοπωνύμια.
    Έκτος από το παραπάνω αρχείο στα πλαίσια της παρούσας διπλωματικής χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία που αντλήθηκαν από τον μεταλλογενετικό χάρτη του ΙΓΕΥ κλίμακας 1:1.000.000 (Ζάχος και Μαράτος 1965) και το συνοδευτικό τεύχος του συγκεκριμένου χάρτη. Ο παραπάνω χάρτης και το συνοδευτικό του τεύχος έχουν αντλήσει πλειάδα δεδομένων, όσον αφορά την νήσο Κρήτη, από την αδημοσίευτη έκθεση του ΙΓΕΥ με τίτλο «Ο ορυκτός πλούτος της Κρήτης» του 1952 υπό του Παπασταματίου Ι.Ν.. Στην έκθεση αυτήν γίνεται μια λεπτομερής περιγραφή των κοιτασμάτων και εμφανίσεων των μεταλλευμάτων, των ορυκτών καυσίμων και των βιομηχανικών ορυκτών που απαντώνται στην Κρήτη.
    Στην παρούσα εργασία έγιναν συγκρίσεις περιοχών και θέσεων του μεταλλογενετικού χάρτη, του αρχείου Παπασταματίου και των δεδομένων του αρχείου της Νομαρχίας Χανίων και εξήχθησαν συμπεράσματα σχετικά με τις μεταλλοφόρες περιοχές, την γεωλογία των περιοχών και τις ισχύουσες απόψεις για την ύπαρξη των μεταλλευμάτων. Τέλος, η παρούσα εργασία συμπληρώθηκε από έρευνα πεδίου, επισκέψεις και φωτογραφική αποτύπωση των υπολειμμάτων της μεταλλευτικής δραστηριότητας στον νομό Χανίων.
    Το αρχείο που δημιουργήθηκε αποτελεί μια πρώτη βάση δεδομένων ιστορικής μεταλλευτικής δραστηριότητας στην Δυτική Κρήτη με έμφαση κυρίως στον νομό Χανίων, που μπορεί να εμπλουτιστεί στην συνέχεια από στοιχεία και δεδομένα άλλων νομών αλλά και δεδομένα άλλων χρονικών περιόδων, ώστε να αποτελέσει μια διαχρονικά εποπτική συλλογή δεδομένων μεταλλευτικής δραστηριότητας στην Κρήτη που θα φανεί χρήσιμη όχι μόνο στη διαφύλαξη και ιστορική αναδρομή αλλά και στην εξαγωγή χρήσιμων κοιτασματολογικών συμπερασμάτων.

    Από τη Γραμματεία της Σχολής ΜΗΧΟΠ

© Πολυτεχνείο Κρήτης 2012