Η Πανεπιστημιακή Παιδαγωγική ήταν το θέμα του 1ου Διεθνούς τριήμερου Συνεδρίου με τίτλο «Η εξέλιξη της Πανεπιστημιακής Διδακτικής Πράξης», που διοργάνωσε το Κέντρο Υποστήριξης Διδασκαλίας και Μάθησης του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο, από 15 έως 17 Σεπτεμβρίου 2023.
Τις εργασίες του Συνεδρίου παρακολούθησαν τέσσερα μέλη του Πολυτεχνείου Κρήτης:
- Δρ. Ευαγγελία Κρασαδάκη, Επιστημονικά Υπεύθυνη & Συντονίστρια του Κέντρου Υποστήριξης Διδασκαλίας και Μάθησης (ΚΕΔΙΜ) και μέλος Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (ΕΔΙΠ) της Σχολής Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης
- Δρ. Νικόλαος Σπανουδάκης, Διευθυντής του Κέντρου Επιμόρφωσης και Διά Βίου Μάθησης (ΚΕΔΙΒΙΜ) και μέλος Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (ΕΔΙΠ) της Σχολής Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης
- Δρ. Μαρία Μπακατσάκη, μέλος της Ακαδημαϊκής Επιτροπής του Κέντρου Υποστήριξης Διδασκαλίας και Μάθησης, μέλος της Επιτροπής Ισότητας Φύλων και μέλος Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (ΕΔΙΠ) της Σχολής Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης
- Ματούλα Ζαχαριουδάκη, συνεργάτιδα του Κέντρου Υποστήριξης Διδασκαλίας και Μάθησης
Το Συνέδριο αποτέλεσε μια εξαιρετική ευκαιρία για τους συμμετέχοντες, προκειμένου να ανταλλάξουν γνώσεις, εμπειρίες, καλές πρακτικές και ιδέες στα ποικίλα ζητήματα της Πανεπιστημιακής Παιδαγωγικής από την ελληνική και τη διεθνή πραγματικότητα. Το πεδίο της Πανεπιστημιακής Παιδαγωγικής αναπτύσσεται τις τελευταίες δεκαετίες διαρκώς και η λειτουργία των Κέντρων Υποστήριξης του Διδακτικού Έργου αποτελεί μια σχεδόν πάγια πρακτική πολλών Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης διεθνώς.
Ο θεσμός των Κέντρων Υποστήριξης του Διδακτικού Έργου έχει μακρά ιστορία. Τα Κέντρα ξεκίνησαν τη δεκαετία του ‘60 στις ΗΠΑ (με πρώτο το Κέντρο του Πανεπιστημίου του Michigan) και τον Καναδά, ενώ στην Ευρώπη τα πρώτα Κέντρα εμφανίστηκαν μεταξύ 2000 και 2010 με κύριο έργο την επιμόρφωση των διδασκόντων σε παιδαγωγικά ζητήματα. Στις δεκαετίες που μεσολάβησαν ιδρύθηκαν αντίστοιχα Κέντρα σε όλα σχεδόν τα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια, ενώ σταδιακά το έργο τους συνδέθηκε με τη διασφάλιση της ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση και μετατοπίστηκε η εστίαση από τις κλασικές υπηρεσίες επιμόρφωσης σε ένα προσανατολισμό ηγεσίας των ιδρυμάτων με την παράλληλη ατομική βελτίωση και ανάπτυξη των μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού. Το 2020 η πρόκληση που δημιούργησε η πανδημία του Covid έθεσε νέα δεδομένα και πολλές δραστηριότητες των Κέντρων εστίασαν στην απόκτηση ψηφιακών δεξιοτήτων και στα θεωρητικά ζητήματα της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης και της ηλεκτρονικής μάθησης. Σήμερα λίγα χρόνια μετά την πανδημία, το ενδιαφέρον των Κέντρων φαίνεται να στρέφεται προς την εποικοδομητική ενσωμάτωση της Τεχνητής Νοημοσύνης.
Στην Ελλάδα τα αντίστοιχα Κέντρα Υποστήριξης Διδασκαλίας και Μάθησης των ΑΕΙ χρηματοδοτήθηκαν το 2022 από Ευρωπαϊκούς και Εθνικούς πόρους μέσω του ΕΣΠΑ 2014-2020, Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού, Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση 2014-2020», ΕΔΒΜ 182. Στο ένα έτος λειτουργίας τους έχουν να δείξουν σημαντικό έργο, όπως το συνέδριο που διοργάνωσε το Πανεπιστήμιο Κρήτης και ειδικότερα η Επιστημονικά Υπεύθυνη του έργου Καθηγήτρια Ελένη Κατσαρού, η συντονίστρια του Κέντρου Δρ. Κάλλια Κατσαμποξάκη-Hodgetts και η ομάδα τους.
Το Πολυτεχνείο Κρήτης έλαβε μέρος στο Συνέδριο με δύο εργασίες, του Δρ. Νικολάου Σπανουδάκη, Διευθυντή του Κέντρου Επιμόρφωσης και Διά Βίου Μάθησης (ΚΕΔΙΒΙΜ) και της Δρ. Ευαγγελίας Κρασαδάκη, Επιστημονικά Υπεύθυνης και Συντονίστριας του Κέντρου Υποστήριξης Διδασκαλίας και Μάθησης (ΚΕΔΙΜ), καθώς και της Δρ. Μαρίας Μπακατσάκη, μέλους της Ακαδημαϊκής Επιτροπής του Κέντρου και μέλους της Επιτροπής Ισότητας Φύλων.
Ειδικότερα, η πρώτη εργασία με τίτλο «Το παιχνίδι ρόλων και τα αποτελέσματά του σε μάθημα Προγραμματισμού Υπολογιστών Α’ εξαμήνου» έδειξε ότι οι διδάσκοντες μπορούν να προσαρμόζουν τις μεθόδους και τεχνικές διδασκαλίας τους, προκειμένου να έχουν καλύτερα αποτελέσματα οι φοιτητές τους. Αφορμή της εφαρμογής της απόδοσης ρόλων σε ομαδικές εργασίες αποτέλεσε η παρατήρηση της χαμηλής προσέλευσης των πρωτοετών στις τελικές εξετάσεις και ειδικότερα των φοιτητριών. Ο συνδυασμός των ομαδικών εργασιών με την τεχνική της απόδοσης ρόλων που υποστηρίχθηκε από εβδομαδιαία μονόωρη συνεργασία με τον διδάσκοντα, λειτούργησε θετικά, αύξησε το ενδιαφέρον των φοιτητών/τριών για το μάθημα, προσέλκυσε σημαντικό ποσοστό πρωτοετών στο παιχνίδι ρόλων και συνολικά βελτίωσε τη συμμετοχή των φοιτητών και φοιτητριών στις εξετάσεις. Ταυτόχρονα, η έρευνα που ακολούθησε επιβεβαίωσε τα ζητήματα φύλου της διεθνούς βιβλιογραφίας, σε σχέση με την χαμηλή συμμετοχή γυναικών σε ρόλο προγραμματιστριών. Τέλος, η ανάλυση των χαρακτηριστικών του μαθήματος σε σχέση με τις ενότητες διδασκαλίας, τη χρήση των εργαλείων λογισμικού και την ανάπτυξη των γενικών δεξιοτήτων των φοιτητών/τριών, με όρους ποιότητας, πέτυχε την ταξινόμησή τους σε τρεις ομάδες, με πιο ενδιαφέρουσα την ταξινόμηση ενός χαρακτηριστικού ως ελκυστικής ποιότητας (μη αναμενόμενο χαρακτηριστικό που οδηγεί σε εξαιρετικά υψηλή ικανοποίηση), στη συγκεκριμένη περίπτωση η σύνταξη της γραπτής αναφοράς πεπραγμένων στην εργασία, όπου κάθε φοιτητής ανάλογα με το ρόλο του συμπλήρωνε το κατάλληλο κεφάλαιο σε ένα πρότυπο έγγραφο.
Η δεύτερη εργασία της Δρ. Μαρίας Μπακατσάκη με τίτλο «Ενίσχυση των ποσοστών ανταπόκρισης των φοιτητών στην αξιολόγηση της διδασκαλίας. Εμπειρική έρευνα στα Ελληνικά πανεπιστήμια», βασίστηκε σε απαντήσεις μεγάλου πλήθους, κυρίως φοιτητών, αλλά και διδασκόντων και Μονάδων Διαχείρισης Ποιότητας (ΜΟΔΙΠ) από αρκετά Ελληνικά Πανεπιστημιακά Ιδρύματα. Η αξιολόγηση των μαθημάτων μπορεί να αποτελέσει το σημαντικότερο εργαλείο για τη βελτίωση της κουλτούρας ποιότητας στα Πανεπιστήμια και τη βελτίωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Θα μπορούσε να αποτελέσει έναν από τους καλύτερους μηχανισμούς για να αυξηθεί η δέσμευση των φοιτητών στις σπουδές τους, καθώς είναι σημαντικό να ακούγονται οι απόψεις τους προκειμένου να αυξηθεί η αίσθησή τους ότι αποτελούν μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας. Από τη μία πλευρά, η έρευνα στους διδάσκοντες και στις ΜΟΔΙΠ ανέδειξε το κατεξοχήν μεγάλο πρόβλημα των Πανεπιστημίων, αυτό της χαμηλής παρακολούθησης των φοιτητών στα μαθήματα και της αντίστοιχης χαμηλότερης συμμετοχής στην αξιολόγηση των μαθημάτων, ιδιαίτερα εάν αυτή γίνεται ηλεκτρονικά. Η συμμετοχή αυτή μειώνεται ακόμη περισσότερο όσο αυξάνεται το έτος φοίτησης. Επιπλέον, μερικοί διδάσκοντες εξέφρασαν τους ενδοιασμούς τους για την αντικειμενικότητα και την ωριμότητα των φοιτητών. Από την άλλη, η έρευνα στους φοιτητές επιβεβαίωσε τη χαμηλή συμμετοχή τους στην αξιολόγηση των μαθημάτων, η οποία δε σχετίζεται με το φύλο. Επιπλέον, ανεδείχθη η προτίμηση των φοιτητών (σε ποσοστό 65% του ερωτηθέντων) σε ηλεκτρονικού τύπου σύντομα ερωτηματολόγια αξιολόγησης έναντι αυτών που διανέμονται σε έντυπη μορφή. Το σημαντικότερο αποτέλεσμα της έρευνας αποτελούν οι προτάσεις των φοιτητών για την αύξηση των ποσοστών απόκρισης, οι οποίες ήταν ριζοσπαστικές και αρκετά ώριμες. «Θεωρούν ότι δεν υπάρχει λόγος να συμμετέχουν στην αξιολόγηση, αφού έτσι και αλλιώς δεν λαμβάνεται από κανέναν υπόψη η γνώμη των φοιτητών». Κατά συνέπεια, είναι σημαντικό ο διδάσκων να τονίζει κατά τη διάρκεια του εξαμήνου τη σημασία που έχουν για τον ίδιο η γνώμη και οι προτάσεις των φοιτητών του, δεδομένου ότι οι φοιτητές αποτελούν τους τελικούς αποδέκτες της διδασκαλίας του, αλλά και να δημοσιοποιεί τις αλλαγές που προέρχονται από την αξιολόγησή τους. Επιπρόσθετα, κρίνεται αναγκαίο να βελτιωθεί η επικοινωνιακή πρακτική της διαδικασίας αξιολόγησης, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα δικτύωσης του πανεπιστημίου (22% των αποκρίσεων), να γίνει άμεσα ή έμμεσα υποχρεωτική για 3-5 χρόνια (21%) ή να τους παρέχονται διάφορα κίνητρα (π.χ. bonus στον τελικό βαθμό του μαθήματος), ώστε να ενισχυθεί η κουλτούρα ποιότητας του πανεπιστημίου. Τέλος, προέκυψε μία αξιοσημείωτη διαπίστωση που αφορά τον δέοντα χρόνο διανομής των ερωτηματολογίων αξιολόγησης. Συγκεκριμένα, προτείνεται η διαδικασία της αξιολόγησης να γίνεται μετά το τέλος της εξεταστικής, έναντι της τρέχουσας πρακτικής διαμοιρασμού των ερωτηματολογίων προς το τέλος εξαμήνου, καθώς η περίοδος αυτή αναδεικνύεται ως ιδιαίτερα πιεστική για τους συμμετέχοντες-φοιτητές λόγω φόρτου εργασίας.